en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό
  • Interpretations

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό

αλέθ - αμάν

  • αλέθω
  • άλειμμα
  • αλειτούργητος
  • αλενθέρωτο
  • αλενρόκολλα
  • αλεντέρωτος
  • Αλεξάνδρεια
  • Αλεξανδρέττα
  • Αλέξανδρο
  • αλεξία
  • αλεξιπτωτιστής
  • αλεξίσφαιρίος
  • αλεπότρυπα
  • αλεπουδάκι
  • αλέρωτος
  • άλεση
  • αλεστικά
  • αλεύρωμα
  • αλεχοτόμαρο
  • αληβοφοβία
  • αλήθεια
  • αληθεύω
  • αληθινός
  • αληθοφάνεια
  • άληκτο
  • αλητεία
  • αλήτης
  • αλητόμουτρο
  • αλιγάτορας
  • αλιευτικό
  • αλιεύω
  • αλιμάριστο
  • αλίμονο
  • αλιφασκιά
  • άλιωτο
  • αλκάλιο
  • αλκοολισμός
  • αλλά
  • αλλαγή
  • άλλαγμα
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.